φιλοδώρως

φιλοδώρως
φιλόδωρος
bountiful
adverbial
φιλόδωρος
bountiful
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλοδώρως — Α επίρρ. βλ. φιλόδωρος …   Dictionary of Greek

  • φιλόδωρος — ον, Α 1. γενναιόδωρος 2. αυτός που παρέχει κάτι με αφθονία («φιλόδωρος εύμενείας, άδωρος δυσμενείας», Πλάτ.) 3. αυτός που τού αρέσει να παίρνει δώρα 4. (για ενέργειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από γενναιοδωρία («τῶν δόντα τι τῶν ἰδίων καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՐԳԵՒԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 2 0632 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա. φιλόδωρος munificus, liberalis. Որ սիրէ տալ պարգեւս. մարդասէր. առանձնաձեռն. *Մրձանակ բարելաւութեան (Ծնողացն) քան զամենայն յոյս կատարեալագոյն՝ պարգեւասիրին Աստուծոյ տուեալ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”